Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2007

ΚΑΤΙ ΑΥΡΙΟ

Τα γάντια που ποτέ δεν φορώ
–κι ας κάνει κρύο όσο θέλει-
-κι ας μου τα δίνεις και μου λες∙
«μη μαζεύεις τα κομμάτια με τα χέρια γυμνά∙ θα κοπείς!»-
μα εγώ τα βγάζω
γιατί θέλω η αφή μου να αισθάνεται τα πάντα.

Τα γυαλιά του Ήλιου που μ` ενοχλούν
γιατί αλλοιώνουνε τα χρώματα
και σκοτεινιάζουνε τη μέρα.

Τ` ακουστικά του walkman
που με γεμίζουνε με ήχους τραγουδιών
μα με απομονώνουνε από τη μουσική του κόσμου
και με τρομάζει που έτσι περπατώ μέσα σ` αυτόν
μα μόνη.

Η νύχτα που έρχεται και τη μισώ
γιατί πάντα από κάτι διακόπτει
και γιατί εγώ πάντα περιμένω
ότι κάτι αύριο θα συμβεί.
Κάτι άλλο…

Δευτέρα, Ιουνίου 18, 2007

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ - "ΑΗΧΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ"

Οι «Άηχες Κραυγές» ήταν για μένα απ` τα ωραιότερα δώρα που έχω λάβει. Ειδικά που προέρχεται απ` τον δημιουργό τον ίδιο. Ξενύχτησα λοιπόν κι εγώ διαβάζοντάς τον κι οι άηχες κραυγές του είχανε να μου πουν πολλά ως το πρωί.

Είχα παρακολουθήσει μία εισήγησή του, μια πολύ δουλεμένη εργασία του, πάνω στο έργο του Γιώργου Χειμωνά, την 1η Απριλίου, στα Λογοτεχνικά Πρωινά του ΚΘΒΕ, που με εντυπωσίασε.
Κάποια συγχαρητήρια που θέλησα να πω μείνανε μετέωρα λόγω…(γελοίο;) συστολής.
Προσπαθώντας να μάθω ποιος και τι είναι, είδα ότι είναι και ο ίδιος ποιητής και πήρα την τελευταία του συλλογή: «ακάνθινη πόλη».
Επόμενη αναπάντεχη και πολύ όμορφη συνάντηση, πριν λίγες μέρες, στο φεστιβάλ βιβλίου.
Εκεί του έδωσα τα συγχαρητήρια που χρωστούσα…
…Κι εκείνος μου απάντησε με «άηχες κραυγές»…



ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΞΕΡΟΥΝ…


Ένα πράγμα που φοβόμουν
από τότε που άρχισα να
καταλαβαίνω τον εαυτό μου,
ήταν να μη γίνω «ποιητής».
Μην κλειστώ σε κανά δωμάτιο
και ψαχουλεύω θάλασσες,
αστέρια και παλάτια χρυσά
σύμβολα της φαντασίας.
Μην θολώσουν τα μάτια μου
και πλασάρω απόψεις με στυλ.
Μην με χρησιμοποιήσει καμιά
ύπουλη ράτσα μεγαλοεκδότη
και γίνουν οι κραυγές μου ψίθυροι
για ν` αποκοιμίζω τα όνειρά μου.
Μην με βάλουν σε μέτρο και μελωδίες
και γίνω φάλτσα μουσική.
Έχουν τον τρόπο τους αυτοί
να κάνουν την οργή πολιτισμό
και τους φόβους φθηνή κουλτούρα
για τα αυτιά των ψεύτικων
μεγαλοαστών.
Έτσι κι αλλιώς, όλα τα ποιήματα
τελειώνουν εκεί που αρχίζει
ο πολιτισμός τους και ξαναρχίζουν
μόλις τα αφουγκραστεί η νύχτα.
Προσπαθούν να τ` αγγίξουν μα δεν μπορούν.
Εκείνα ανασαίνουν μέσα στις ψυχές
εκείνων που ξέρουν…



ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ
Από τις «Άηχες Κραυγές»
εκδόσεις:ΚΑΤΣΑΝΟΣ

Τρίτη, Ιουνίου 12, 2007

ΣΚΙ ΣΤΙΣ ΑΚΤΙΝΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Να κάνω σκι στις ακτίνες του Ήλιου
Να ΄μαι ζεστή και φωτεινή όταν σε φτάσω
Ζεστή και φωτεινή να σου δοθώ
Να κάνω σκι στις ακτίνες του Ήλιου
Για να ΄ρθω γρήγορα κι ελαφριά κοντά σου

Έτσι, τσαχπίνικα να σ` ακουμπώ
Να κάνω σκι στις ακτίνες του Ήλιου
Να τον πειράζω και να γελώ
Που –αν και μαζί του-
Του ξεγλιστρώ όπως γλιστρώ και δεν με καίει
Να κάνω σκι στις ακτίνες του Ήλιου
Να ταξιδεύω συχνά ως τη Σελήνη
Να συναντώ τη ματιά σου καθώς την κοιτάς κι ονειρεύεσαι
Να κάνω σκι στις ακτίνες του Ήλιου
Ν` ανάβω μ` αυτόν τ` ουρανού τ` αστεράκια
Να τα τραντάζω τη νύχτα και να τρεμοπαίζουν
Να σου κάνουν ματιές
Να κάνω σκι στις ακτίνες του Ήλιου
Να διαπερνώ της βροχής τις σταγόνες
Και να σου φτιάχνω ουράνια τόξα
Να τσουλάω μετά στα γεφύρια τους
Να με κοιτάς που τραμπαλίζομαι στα χρώματα…

…Ζεστή, φωτεινή, χρωματιστή και γελώντας
Να σουλατσάρω στο Γαλαξία
Να συντηρώ τη Ζωή
–βοηθός του Ήλιου-
…κάνοντας στις ακτίνες του σκι…




Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, είναι όμως μαγειρεμένο με πολλή αγάπη κι έχω τώρα την επιθυμία/παρόρμηση να το αφιερώσω καταρχήν, στον ΑΒΔ-Tertul που ήταν μαζί μου όταν με «βάρεσε» η ιδέα κι είπα: «Ε αυτό θα κάνω τραγούδι» (σαν τον Γερμανό στο «Τραγουδάκι της έμπνευσης»),
αλλά και στους τρελαμένους, απρόσμενους και «ιδιότυπους» φίλους μου (που μου ‘χουν γίνει απαραίτητοι) απ` την ΠαγκόΖμια ΟικογένΙα ΔΓιαμαντΓιών:
Στον πατήρ Σημαντήρα σαφώς, που μας συσπείρωσε τόσους καΚιτέχνες (Γιατί, μην πείτε ότι δεν είμαστε. ΕΙΜΑΣΤΕ! Ένας κι ένας όλοι!) στην εκΖομπή του, με την καθεβραδινή του κατήχηση (ρήτορας του ραδΓιοφώνου, γαρ) και τη σαγηνευτιΚακή φωνή του ,
αλλά και σ` όλα τα ΔΓιαμαντόπαιδα, όσα είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά, και όσα δεν γνωρίζω, αλλά ενώνουνε τ` αυτάκια τους με τα δικά μου, συστηματικά, εκεί, γύρω στα μεσάνυχτα, στον 9.58 (κάντε κάτι με το σήμα, τέλος πάντων)
Χίλια ευχαριστώ για την παρέα!

Φένια

Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007

Σαν παραμύθι...

Ένα μεγάλο δέντρο. Που μπήκε σε μια μικρήήή μικρούτσικη βάρκα για να ταξιδέψει.
Χρόνια τώρα μεγάλωνε δίπλα στη θάλασσα. Την κοιτούσε που κυλούσε τα νερά της, έβλεπε τα ψάρια που κάπου κάπου την ταράζανε κι έσκαγαν μύτη ανοίγοντας για δευτερόλεπτα την επιφάνειά της.
Ζήλευε που την απολαμβάνανε εκείνα κι ήθελε να μπει κι αυτό στην αγκαλιά της.
Ζήλευε και το φεγγάρι ακόμα γιατί το ‘βλεπε κι αυτό που ‘πεφτε μέσα της κι άνοιγε περάσματα και διαδρόμους φωτεινούς.
Όταν φυσούσε το αεράκι και το έκανε να γέρνει τον λεπτό του, τότε ακόμα, τον κορμό και τα λιγνά κλαράκια του χαμήλωναν και πλησιάζαν στα νερά, αυτό ευχόταν δυνατότερα ακόμα να το σπρώξει και να το παρασύρει ως τη θάλασσα.
Περνούσε όμως ο καιρός. Κι αντί να κάνει ένα βήμα στα νερά τα δροσερά, θέριευε και ψήλωνε και πάχαινε και σκλήραινε κι απλώνανε οι ρίζες του βαθύτερα στη γη. Αδύνατο να κινηθεί, να πλησιάσει λίγο. Έμενε εκεί κι έβλεπε μόνο το φεγγάρι που έκανε τον κύκλο του συνέχεια, μίκραινε, μεγάλωνε, βούλιαζε ή γλιστρούσε…Το έβλεπε στη θάλασσα και ζήλευε!
Και το φεγγάρι απ` τη μεριά του, για διάστημα μεγάλο και για πολύ καιρό, περηφανεύονταν και κόρδωνε που ζήλευε το δέντρο την τύχη τη δική του.
Μα στην πραγματικότητα, ούτε κι εκείνο είχε απολαύσει τα δροσερά νερά. Ένα παιχνίδι ήτανε μόνο και το ήξερε. Ένα παιχνίδι. Ένα καθρέφτισμα. Μια αντανάκλαση φωτός. Κι ήθελε τόσο να την άγγιζε κι εκείνο!...
Έτσι μια μέρα, αφού το σκέφτηκε λιγάκι, την ψευτοπερηφάνια του παράτησε στην άκρη, χαμήλωσε και μπλέχτηκε μες στα κλαδιά του δέντρου. Κόλλησε πάνω στους χιλιάδες πόρους που ‘χει γι` αφτιά και την αλήθεια όλη του ομολόγησε. Μαζί και τη λαχτάρα.
Οι δυο τους τώρα μ` ένα όνειρο κοινό. Πέσαν σε περισυλλογή. Κάνανε σύσκεψη.
Ήταν στης θάλασσας την όχθη μία βαρκούλα ξύλινη, μικρή. Ακίνητη κι αυτή για χρόνια, αραγμένη εκεί. Τόσο καιρό κανένας δεν της γύρεψε ταξίδι. Μόνη της έπνιγε στην άμμο τις αναμνήσεις της από πορείες παλιές.
Σκέφτηκε το φεγγάρι και με αποφασιστικότητα είπε:
«Θα κάψω με το φως μου αυτό το χώμα που κρατά τις ρίζες σου! Θα κρεμαστώ στολίδι στα μαλλιά σου κι εσύ θα μπεις να ριζωθείς μέσα στη βάρκα. Εκείνη θα μας ταξιδέψει μες στη θάλασσα. Μην την κοιτάς έτσι που ‘ναι θλιμμένη. Είναι παλιό σκαρί. Τα μυστικά της τα γνωρίζει όλα. Τη λαχταρά κι αυτή όσο κι εμείς. Να δεις. Δεν θα χαθούμε.»
Κι έγινε έτσι ακριβώς. Κι ας ακουγόταν τρέλα.
Δέχτηκε η βάρκα αυτό το δώρο-κάλεσμα, πλησίασε στο δέντρο και μόλις κάηκε γύρω από τις ρίζες του το χώμα, το πήρε μες στην αγκαλιά της. Μαζί και το φεγγάρι σκαλωμένο στα κλαδιά του.
Τι βάρος όμως είχαν τώρα όλοι μαζί! Δεν πρόλαβαν καλά καλά να ξανοιχτούν κι αρχίσαν να βουλιάζουν! Τρόμος τους έπιασε καθώς τους σκέπαζε το γαλανό νερό! Θα τους κατάπινε αυτό που πιο πολύ ποθήσαν. Όμως δεν έβγαζαν μιλιά. Μόνο συλλογιζόταν: Τόσο ακριβά ήταν τα ναύλα για το ταξίδι που λαχτάρησαν; Το θέλανε τόσο πολύ! Τόσο το περιμέναν! Χρόνια ολόκληρα μόνο γι` αυτό ανασαίναν!
Αυτά σκεφτόντουσαν και όλο βυθιζόταν…Και όλο περιμένανε την ασφυξία να τους παγώσει…
Μα τα λεπτά περνούσαν. Κι έκπληκτοι αντιλήφθηκαν πως η ανάσα τους δεν άλλαζε καθόλου! Κανονική όπως πάντα! Το οξυγόνο εδώ κάτω, πιο πολύ! Πιο καθαρό!
Τι τάχα να ‘χε γίνει;
…Ε πώς θα έμενε ο ουρανός δίχως φεγγάρι; Δεν μπορούσε. Κατέβηκε μαζί του μέσα στα νερά. Πιάστηκε απ` τις αχτίνες του γερά και όλα γίναν ένα:
Το δέντρο μες στη βάρκα, το φεγγάρι μες στο δέντρο, ο ουρανός αγκιστρωμένος στο φεγγάρι κι η βάρκα να βουλιάζει στα νερά. Και στα νερά να κολυμπούν τα ψάρια.

Και όλα αυτά, τ` απίθανα, παράλογα, σαν ψεύτικα, σαν παραμύθια – μάρτυς μου ο Ήλιος που ‘μεινε απ` έξω να μη σβήσει – κάθε άλλο, παρά μια φαντασία είναι. Είναι όλη η Αλήθεια στο σκληρό μου εξώφυλλο. Σε τούτο το τετράδιο-καταφύγιο που κρατώ.